Η Κατερίνα είναι η γυναίκα μου. Την είχε τσιμπήσει μια μέλισσα στον μηρό πριν δέκα μέρες και δεν συνέβη τίποτα το συνταρακτικό.
Ο Ορέστης είναι ο γιος μου και δεν θυμάμαι να τον τσίμπησε κάποτε μέλισσα. Είναι οχτώ χρονών.
Πήγαμε όλοι μαζί στο μελισσοκομείο. Αφού τελείωσα ότι είχα να κάνω, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή. Η Κατερίνα είχε μπει πρώτη στο αυτοκίνητο. Μία μέλισσα μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο και την τσίμπησε κάτω απ το πηγούνι. Της έβγαλα το κεντρί κι έβαλα μπροστά την μηχανή. Η Κατερίνα παραπονιόταν από την πρώτη στιγμή. Πονούσε και της έφταιγαν όλα.Τα πρώτα πενήντα μέτρα ήταν ένας ανηφορικός χωματόδρομος. Ξέρω πως πονάει το τσίμπημα και δεν έδινα σημασία στα παράπονά της.
Μέχρι να πάμε στο σπίτι των γονιών μου, σκέφτηκα, θα της έχει περάσει. Όμως πολύ γρήγορα αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν μόνο ο πόνος απ το τσίμπημα. Κάτι άλλο έτρεχε. Δεν είμαι καλά , έλεγε, δεν αισθάνομαι καλά. δεν μπορώ. Είχα διανύσει μόλις είκοσι τριάντα μέτρα δρόμου και όταν γύρισα και την κοίταξα είδα τον πανικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Ζαλίζομαι λέει, δεν μπορώ. Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Θεώρησα ότι γίνετε υπερβολική, εξ αιτίας του πόνου. Από παλαιότερη εμπειρία με έναν άλλον μελισσοκόμο, ήξερα ότι είχα χαλαρά ένα μισάωρο μπροστά μου, μέχρι να εκδηλωθεί το αλλεργικό σοκ. Στα επόμενα δέκα μέτρα, σκεφτόμουν ότι ίσως θα πρεπε για προληπτικούς λόγους να κινηθώ προς το κέντρο υγείας. Δεν βλέπω καλά λέει. Δεν μπορώ ν ανασάνω, σκοτινιάζουν όλα. Με ζώσανε τα μαύρα φίδια. Ηρέμησε, της φωνάζω, βρες τον ρυθμό σου, πάρε ανάσες. Ο χωματόδρομος τελείωσε κι έπιασα την άσφαλτο του χωριού. Μόλις έπιασα άσφαλτο η Κατερίνα πήρε μια περίεργη στάση.Έσπρωχνε με το κορμί της την πόρτα του αυτοκινήτου και με κάρφωνε με το βλέμμα της. Τεντωνόταν, έσπρωχνε και με κοίταζε.
Ο Ορέστης καθόταν ανάμεσά μας και παρακολουθούσε χωρίς να ξέρει τι να πει και τι να κάνει.
Ακουμπούσε το χέρι της μπροστά. Τεντωνόταν προς τα έξω και είχε μισογυρίσει το σώμα της προς τα μένα. Σφιγγόταν Δεν παραπονιόταν άλλο.Πολύ σύντομα δεν με κοίταζε πια, αν και τα μάτια της ανοιχτά. Το βλέμμα της ήταν απλανές. Χανόταν στο πουθενά. Είχε χαθεί.
Καλώ το 166, και μου απαντούν από τον γειτονικό Νομό, τα Γιάννενα. Γαμώ την πουτάνα μου γαμώ. Εκατό χιλιόμετρα μακρυά.Αυτοί μου δώσανε το σταθερό του Κέντρου Υγείας της Ηγουμενίτσας.Δεν έχουν περάσει πάνω τέσσερα πέντε λεπτά από την ώρα που την τσίμπησε η μέλισσα , κι έχω χάσει κάθε επαφή με την Κατερίνα.
Σκέφτομαι ότι αν τρακάρω, τό χασα το παιχνίδι.Άρα, ποιο αργά, και ψύχραιμα. Επίσης δεν πρέπει να ξεχάσω το τηλέφωνο του κέντρου υγείας που μου έδωσαν προφορικά από τα Γιάννενα. Δεν μπορώ να καλέσω τώρα, Έχει πολλές στροφές και ο δρόμος είναι στενός.
Αγάπη μου, κράτα τη μαμά να μη πέση . Το σώμα της πηγαίνει πέρα δώθε, και ο μικρός προσπαθεί να την συγκρατήσει. Θα τηλεφωνήσω μόλις μπω στην εθνική σκέφτομαι, κι επαναλαμβάνω το νούμερο με το μυαλό μου. Εκεί θα είμαι ποιο άνετα.
Φτάνω εθνική, ανάβω φώτα, αλάρμ, τέρμα τα γκάζια, και προσπαθώ να τηλεφωνήσω.Δεν έχει σήμα. κάνω επανάκληση. τίποτα.Ξανά, τίποτα. Ξανά. ξανά, ξανά,ξανά. Το ξέρω, αυτή η περιοχή είναι πάντα προβληματική με το σήμα, άλλα καμιά φορά δουλεύει. Ξανά, ξανά, ξανά.ξανά,ξανά...Ο άλλος χειρονομεί νευρικά μέσα από το αυτοκίνητό του γιατί έκανα προσπέραση ενώ αυτός ερχόταν από απέναντι.Ξανά ,...μας χώραγε όμως, ήταν φαρδύς ο δρόμος , ξανά, ξανά,...
Κάποια στιγμή έπιασε σήμα. Μου απάντησε ένας ανειδίκευτος εργάτης του κέντρου υγείας, (μόνο τέτοιους έχουν εκεί) που προσπαθεί να με πείσει να κατευθυνθώ προς το νοσοκομείο Φιλιατών.Σκέφτομαι: πολλές στροφές και ανηφόρες. Χάσιμο χρόνου.
―Γιατρό έχετε; τον ρωτάω.
― Έχουμε μου λέει.
―Φάρμακα;
―Ναι.
―Έρχομαι λέω, σας θέλω στην πόρτα.
―Τι εννοείς; λέει ο Ορέστης μόλις έκλεισα, ότι μπορεί να πεθάνει; Δεν θυμάμαι ποια ήταν ακριβώς η συνομιλία μου με τον ανειδίκευτο, αλλά έβγαινε ως πολύ πιθανό το συμπέρασμα του θανάτου.Του εξηγώ τι είναι το αλλεργικό σοκ, και ότι μερικές φορές οι άνθρωποι πεθαίνουν απ αυτό.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια ελπίδα πια, αλλά πρέπει να είμαι σίγουρος πως όποια απόφαση παίρνω, είναι η σωστή. Για να αξιοποιηθεί η οποιαδήποτε ελπίδα, πρέπει όλα να λειτουργήσουν τέλεια. Δεν υπάρχουν περιθώρια.Μήπως να πάω καλύτερα κατεθευθείαν στο νοσοκομείο; Βρέθηκα σε δίλημμα...
ήθελα να φρενάρω και να γυρίσω προς το νοσοκομείο. Αναστροφή σκέφτηκα...ίσσον χάσιμο χρόνου. Ίσια μπροστά. Στην Ηγουμενίτσα μπερδεύτηκα. Μπήκα ανάποδα στον μονόδρομο.
Συνάντησα δυο αυτοκίνητα που μου έκαναν αμέσως χώρο. Με περίμεναν όντως στην πόρτα του κέντρου υγείας. Την έβαλαν όπως όπως στο φορείο και την πήγαν μέσα. Μετά από δέκα λεπτά, η Κατερίνα είχε επαφή. Την άκουγα απ έξω να κλαίει και να κάνει εμετό. Στην διαδρομή για το νοσοκομείο το σώμα της διακατέχονταν απο έντονους σπασμούς. Έπειτε απο λίγο άρχισε να αισθάνετε ότι κρυώνει. Οι ισοθερμικές και συμβατικές κουβέρτες με τις οποίες την σκεπάσανε οι νοσοκόμοι, δεν μπορούσαν βοηθήσουν΄.αισθανόταν παγωνιά και τα δόντια της κρατάλιζαν απο την αίσθηση του ψύχους.Οι σπασμοί ηταν τοσο εντονοι, που δυσκολεύομαι να σας το μεταφέρω. Σχεδόν χοροπηδούσε πάνω στο κρεβάτι Κάναμε Πάσχα στο νοσοκομείο φιλιατών., κι ευχόμαστε κανείς να μην έχει μια παρόμοια εμπειρία.